ἀριθμητικῶν

ἀριθμητικῶν
ἀριθμητικός
of
fem gen pl
ἀριθμητικός
of
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • -τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως …   Dictionary of Greek

  • POLOGRAPHIA — Graece Πολογραφία inter opera Astronomica Democriti, recensetur a Laertio in Vita eius: quâ voce intelligitur descriptio πόλων καὶ ἀναλημμάτων ςκιοθηρικῶν, polorum et analemmatum sciothericorum. Nempe veteres Graeci Πόλον primitus dixêre caelum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -πλάσιος — ΝΜΑ κατάλ. αναλογικών αριθμητικών επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό * πλατος + κατάλ. ιος με συριστικοποίηση τού τ (πρβλ. δημόσιος < *δημότιος < δημότης). Ο αμάρτυρος τ. * πλατος ανάγεται στη… …   Dictionary of Greek

  • -πλός, -ή, -ό — πλός, ή, όν, και πλούς, πλή, πλούν / πλοῡς, πλῆ, πλοῡν, ΝΜΑ, και πλόος, η, ον, Α κατάλ. πολλαπλασιαστικών αριθμητικών επιθ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό πλόος/ πλοῡς/ πλός, το οποίο ανάγεται στη μηδενισμένη… …   Dictionary of Greek

  • άβακας — I Αρχιτεκτονικό στοιχείο, χαρακτηριστικό των αρχαίων ρυθμών: η πέτρινη ή μαρμάρινη, τετράγωνη, πολυγωνική ή κυκλική πλάκα, που είναι τοποθετημένη επάνω από το κιονόκρανο. Μικρού πάχους κατά την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, αποκτά μεγαλύτερο ύψος στη …   Dictionary of Greek

  • έκαστος — η, ο (AM ἕκαστος, η, ον) (επιμεριστική αντων.) (σε αντίθεση με το σύνολο) 1. ο κάθε ένας χωριστά, ένας ένας 2. φρ. α) στον πληθ. έκαστοι όλοι και ένας ένας χωριστά β) «καθ εκάστην» (ενν. ημέρα) καθημερινά γ) «τα καθ έκαστο» ή «τα καθ έκαστα» οι… …   Dictionary of Greek

  • έφτατος — ἕφτατος, ον και ἕπτατος, ον (Μ) έβδομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτά + κατάλ. τών τακτικών αριθμητικών τος (πρβλ. δέκα τος, τέταρ τος)] …   Dictionary of Greek

  • αριθμητήριο — Όργανο για την εκτέλεση απλών αριθμητικών υπολογισμών. Αποτελείται συνήθως από 10 ράβδους οριζόντιες ή κατακόρυφες και από μικρές σφαίρες ή δίσκους που μπορούν και μετακινούνται κατά μήκος της κάθε ράβδου. * * * το σχολικό όργανο χρήσιμο στην… …   Dictionary of Greek

  • αριθμητικός — ή, ό (AM ἀριθμητικός, ή, όν) [αριθμητός] 1. ο σχετικός με την αρίθμηση, τους αριθμούς και την αριθμητική 2. αυτός που εκφράζεται με αριθμούς ή εκφράζει αριθμούς 3. το θηλ. ως ουσ. η αριθμητική η επιστήμη των αριθμών νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η… …   Dictionary of Greek

  • δημογραφία — Επιστήμη που μελετά τη σύνθεση, τις μεταβολές και τη δυναμική του πληθυσμού. Αντικείμενο της μελέτης της δ. είναι επομένως όλα τα φαινόμενα βιολογικού χαρακτήρα –όπως οι γεννήσεις και οι θάνατοι– ή κοινωνικού –όπως οι γάμοι και οι μεταναστεύσεις– …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”